παλαμόνευρος

παλαμόνευρος
-η, -ο
βοτ. (για φύλλα) αυτός τού οποίου οι νευρώσεις αποκλίνουν από τον μίσχο όπως τα δάχτυλα στην ανθρώπινη παλάμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”